- ουδήεις
- οὐδήεις, -εσσα, -εν (Α)αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, επίγειος («Κίρκη... δεινὴ θεὸς οὐδήεσσα», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. -ήεις. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί αὐδήεις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐδήεσσα — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδήεσσαι — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδήεσσαν — οὐδήεις terrestrial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek